Παραμύθι: Ο τεμπέλης κόμης, η κυρία επί των τιμών και ο «δυνατός» άνδρας που δεν αγαπούσαν τους υπηκόους τους

  • Εκτύπωση


Αλλάξτε μέγεθος

tebel2

Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχε ένας κόμης ο οποίος όταν πρωτοανέλαβε την περιοχή του, έτρεχαν όλοι οι υπήκοοι του να του υποβάλουν το σέβη τους.

Ο προηγούμενος ο οποίος αποσύρθηκε γιατί επιθυμούσε να μπει στην αυλή ενός πρίγκιπα, είχε δημιουργήσει πολλές αντιπάθειες γιατί μιλούσε με σκληρά λόγια και παρότι στάθηκε στο πλευρό του νέου κόμη, γρήγορα ξεχάστηκε.

Ο νέος κόμης είχε καλή σχέση με τους υπηκόους πριν αναλάβει την εξουσία της περιοχής, παρότι ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί για αυτούς πραγματικά.

Είχε την άποψη ότι όσο λιγότερο ασχολείται με τους πολίτες της κομητείας, τόσο αυτοί θα τον αγαπούν.

Και τελικά τα κατάφερε. Το τί χαρά έκαναν οι απλοί υπήκοοι όταν εμφανίστηκε στο μπαλκόνι του κάστρου του με τη βελούδινη μπέρτα και τα διάσημα της εξουσίας του, δεν περιγραφόταν.

Μάλιστα έφερε κοντά του και ένα σημαντικό αυλικό του παλατιού ο οποίος πάντα μιλούσε με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν και όλοι είχαν να λένε για το πόσο πολλά θα κατάφερνε, αφού και ο βασιλιάς, λέγανε ότι, τον εκτιμούσε πολύ εξαιτίας της φιλίας του με τον συγκεκριμένο αυλικό.

Μετά τις πρώτες γιορτές, η ζωή συνεχίστηκε όμως ο νέος κόμης άρχισε να εμφανίζεται όλο και λιγότερο στις περιοχές που όριζε.

Πήγαινε στο κάστρο του ολοένα και λιγότερο και περνούσε τον περισσότερο χρόνο κάθε μέρας στο παλάτι του χωρίς να δίνει σημασία ούτε καν στις υποθέσεις της κομητείας.

Γι’ αυτές είχε ορίσει μια κυρία επί των τιμών και έναν «δυνατό» άνδρα οι οποίοι σιγά σιγά κατόρθωσαν να κάνουν τα πάντα αντί γι’ αυτόν.

Αυτοί οι δυο, είχαν καταφέρει να τα βρουν μεταξύ τους και έχοντας πιστά σκυλιά – εκπαιδευμένα όπως έπρεπε – όριζαν πια τις τύχες των υπηκόων οι οποίοι φοβούνταν να μιλήσουν μήπως και στείλουν τα σκυλιά και τους δαγκώσουν.

Οι άλλοι συνεργάτες του κόμη παραγκωνίστηκαν και παρότι μιλούσαν σε αυτόν, εκείνος έδειχνε να μην πολυκαταλαβαίνει.

«Αφού η κυρία και ο… δυνατός άνδρας δουλεύουν και με βγάζουν από τη δύσκολη θέση να δουλεύω κι εγώ, τί με νοιάζει;» έλεγε και ξανάλεγε σε όσους τον πλησίαζαν.

Έτσι πήγαινε για 3-4 ώρες στο κάστρο και τον υπόλοιπο χρόνο τον περνούσε στο παλάτι του. Όμως η μονοτονία της απραξίας του τον έκανε να βαριέται ολοένα και περισσότερο.

Σκεφτείτε ότι κάποια στιγμή που ο βασιλιάς ήρθε να επισκεφθεί τις περιοχές και όλοι οι άλλοι κόμητες έσπευσαν να του υποβάλουν τα σέβη του και να συζητήσουν μαζί του για τις υποθέσεις των κομητειών τους, αυτός προφασίστηκε ότι ήταν άρρωστος.

Αυτό εξόργισε ακόμη και τον πιο καλό φίλο του και έμπιστο αυλικό του βασιλιά ο οποίος θύμωσε πολύ και δεν ήθελε να τον δει.

Μάλιστα ο αυλικός αυτός διέταξε τους ζωγράφους του να φτιάξουν ένα ωραίο πίνακα όπου θα στεκόταν δίπλα σε μια άλλη κόμησσα της περιοχής η οποία είχε ακουστεί ότι επιθυμούσε να κάνει πράγματα για τους απελπισμένους υπηκόους της.

Όταν η είδηση της δημιουργίας του νέου πίνακα έφτασε στα αυτιά του τεμπέλη κόμη, αυτός θύμωσε πολύ, όμως η κυρία επί των τιμών και ο «δυνατός» άνδρας που είχε στο πλευρό του, σκέφτηκαν πως αν ξυπνούσε από τον λήθαργο που είχε πέσει επί τρία χρόνια, αυτό δεν θα τους συνέφερε και θα έχαναν τα οφέλη που είχαν αποκομίσει δίνοντας δουλειές σε συγκεκριμένους υπηκόους τους αλλά και σε ανθρώπους από άλλες μακρινές κομητείες, για να κερδίζουν και αυτοί πολλά.

Παρότι ο αυλικός τον ξέγραψε, οι «συνεργάτες» του κόμη, επέμειναν να μην φοβάται και κανείς δεν θα τον κουνήσει από την κομητεία του.

Μάλιστα οργάνωσαν ένα μεγάλο χορό όπου κάλεσαν όλους τους υπηκόους και κάποιους χαμηλόβαθμους αυλικούς του βασιλιά, για να του αποδείξουν ότι τίποτε κακό δεν τρέχει.

Παρότι λέγανε πώς ο κόμης ήταν άρρωστος, πήγε στον χορό και μάλιστα ήταν και ευδιάθετος και πέρασε καλά.

Τί κι αν είχε προφασιστεί βαριά αρρώστια και δεν είχε τιμήσει το κάλεσμα του βασιλιά;

Οι υπήκοοί του, παρότι πέρασαν πολύ καλά στον μεγάλο χορό, κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν πια να περιμένουν κάτι από τον τεμπέλη κόμη.

Και πλέον όταν αυτός έβγαινε από το παλάτι του για να πάει στο κάστρο, φρόντιζαν και έκλειναν τα παράθυρα των σπιτιών τους για να μην αναγκαστούν να του χαμογελάσουν.

Η κυρία επί των τιμών και ο «δυνατός» άνδρας ένιωσαν για πρώτη φορά στριμωγμένοι. Έστειλαν τα σκυλιά τους να φοβίσουν τους υπηκόους τους γαβγίζοντας δυνατά έξω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα, αλλά δεν βγήκε κάποιο αποτέλεσμα.

Μάλιστα κάποιοι υπήκοοι για να ησυχάσουν από τη φασαρία που προξενούσαν, τους έριξαν κάποια κόκκαλα που είχαν στα σπίτια τους και τα άγρια σκυλιά έγιναν… αρνάκια αφού βρήκαν κάτι να ασχοληθούν.

Το παραμύθι μπορεί να έχει πολλές συνέχειες. Στο χέρι σας είναι να επιλέξετε όποια σας αρέσει…

 

      Ακολουθήστε μας και στο twitter!     

 

Σχόλια