Date2

Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024 23:30:05

rss

αναζήτηση

makripano

Μεγάλο Σάββατο στα παλιά Μεσόγεια: Όλος ο πλούτος της παράδοσης!



Αλλάξτε μέγεθος

meg savvato mesogeia

Έναν πραγματικό θησαυρό εθίμων παραθέτει μέσω του notioanatolika.gr για το Μεγάλο Σάββατο ο κορυφαίος εικαστικός και λαογράφος των Μεσογείων Γιάννης Πρόφης (ένθετη φωτό).

Οι κοσόνες, τα φιδάκια, οι σκληρές δουλειές για την προετοιμασία της γιορτινής ατμόσφαιρας από τα ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου αλλά και οι όμορφες στιγμές της Ανάστασης και του μεταμεσονύχτιου οικογενειακού τραπεζιού αλλά και η δυσπεψία που αυτό προκαλούσε μετά από την αυστηρή νηστεία της Σαρακοστής δίνουν ανάγλυφα το κλίμα μιας άλλης εποχής στα Μεσόγεια.

Οι λειτουργίες στην εκκλησία

Οι εκκλησίες την ημέρα του Μ. Σαββάτου άρχιζαν με κωδωνοκρουσίες κατά την πρωινή ακολουθία «της πρώτης Ανάστασης». Μια ώρα πριν από τα μεσάνυχτα οι καμπάνες ξαναχτυπούσαν για να καλέσουν τους πιστούς στην κανονική ακολουθία της Ανάστασης.

Οι εργασίες

Οι εκτός εκκλησίας ώρες ήσαν αφιερωμένες στην προετοιμασία της γιορτής της Λαμπρής, που είναι η σπουδαιότερη γιορτή της Ορθοδοξίας. Ο νοικοκύρης του σπιτιού θα έσφαζε το αρνί ή το πρόβατο για το γεύμα της επόμενης ημέρας, η νοικοκυρά και οι άλλες γυναίκες της οικογένειας, θα ετοίμαζαν τα διάφορα ψωμιά, θα συγύριζαν το σπίτι και θα προετοίμαζαν και το φαγητό της νύχτας της Ανάστασης.

Τα πασχαλιάτικα ψωμιά

Το πρωί του Μ. Σαββάτου γινόταν το ζύμωμα του ζυμαριού, που είχαν προετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ. Εκτός από τα κοινά ψωμιά (καρβέλια), έκαναν και τις κοσόνες («λαμπρόψωμα») και τα τσουρέκια.

Οι κοσόνες

Ήταν σαν κοινά καρβέλια ψωμιού, στρογγυλού σχήματος (κουλούρες), με τη διαφορά ότι τις στόλιζαν και τις έψηναν σε ταψί στο φούρνο. Στο ζυμάρι πρόσθεταν μαστίχα και γλυκάνισο, ενώ πασπάλιζαν την επιφάνεια με σουσάμι.

Ο στολισμός της κοσόνας γινόταν με σταυρό από ζυμάρι, ώστε η επιφάνειά της να χωριζόταν σε τέσσερα ίσα μέρη. Στο κέντρο του σταυρού βύθιζαν ένα κόκκινο αβγό.

Στις πολυτελείς κοσόνες τα αβγά ήσαν συνολικά 5, γιατί έβαζαν αβγό και στις απολήξεις του σταυρού. Γύρω από κάθε αβγό σχημάτιζαν δαντέλα από λεπτούς κυλίνδρους ζυμαριού.

Τις κοσόνες τις έφτιαχναν κυρίως για να τις στέλνουν ως δώρα στα βαφτιστήρια και στους αρραβωνιασμένους, μαζί με τη λαμπάδα, που θα άναβαν το βράδυ στην Ανάσταση.

Τα τσουρέκια (από την τουρκική λ. çorek = γλύκισμα)

Ήσαν ψωμιά μακρόστενα, στο σχήμα μικρής φραντζόλας, που παρά την ονομασία, δεν ήσαν γλυκά, γιατί γίνονταν από το ίδιο ζυμάρι της κοσόνας.

Το φιδάκι

Ενδιαφέρον σχήμα τσουρεκιού ήταν ένα βραχύσωμο φιδάκι, από το στόμα του οποίου έβγαινε κόκκινο αβγό. Τέτοια φιδάκια έφτιαχνε με πολλή δεξιοτεχνία η γιαγιά μου Χρυσούλα Ι. Αδάμ, σ. Ιω. Χρ. Θηβαίου και αποτελούν γλυκιά ανάμνηση. Τα λέπια και τα δόντια του φιδιού τα σχημάτιζε με τη βοήθεια του ψαλιδιού.

Η όψη του φιδιού δεν ήταν καθόλου αποκρουστική, αλλά γλυκιά, αστεία και οικεία. Αυτό με κάνει να συσχετίζω αυτό το φίδι με τη Βιτόρα, που ήταν το φίδι – φύλακας του σπιτιού, σύμφωνα με την αρβανίτικη, αλλά και την πανελλήνια παράδοση.

Τα γλυκά τσουρέκια, στα οποία οι νοικοκυρές πρόσθεταν στο ζυμάρι ζάχαρη, αβγά κ.λπ. άρχισαν να παρασκευάζονται από τη 10ετία του 1950 και μετά και τρωγόταν σκέτα ή χρησίμευαν ως βούτημα στον καφέ, το τσάι κ.λπ.

Τα δώρα στα βαφτιστήρια και στους αρραβωνιασμένους

Μετά το φούρνισμα των ψωμιών, αμέσως μετά το μεσημέρι, οι νονοί έστελναν τα δώρα στα βαφτιστήρια τους και οι αρραβωνιαστικοί στις αρραβωνιαστικιές τους.

Τα δώρα του νονού ήσαν μια κοσόνα ή τσουρέκι , σε σχήμα μακρόστενο, μ’ ένα κόκκινο αβγό και μια λαμπάδα. Οι λαμπάδες ήσαν τις περισσότερες φορές κοινά κεριά, λίγο μεγαλύτερα από τα συνηθισμένα, κατασκευασμένα στο σπίτι και όχι άσπρες αγορασμένες λαμπάδες.

Σπάνια στα δώρα περιλαμβάνονταν και παπουτσάκια ή άλλα ρουχαλάκια. Τα δώρα τα έστελνε ο νουνός ή η νονά με κάποιο άλλο παιδί στο βαφτιστήρι του και δεν τα πήγαινε ο ίδιος. Το παιδί που παρέδιδε τα δώρα το φίλευαν μ’ ένα κόκκινο αβγό.

Ο αρραβωνιαστικός έστελνε νωρίς το απόγευμα, συνήθως με την αδελφή του κι άλλο ένα άτομο, συνήθως παιδί, τα πασχαλιάτικα δώρα του στην αρραβωνιαστικιά του. Τα δώρα ήσαν μια κουλούρα («κοσόνα»), στολισμένη με πολλά κόκκινα αβγά και μια αγορασμένη λευκή λαμπάδα, που είχε και σκαλίσματα, με κόκκινες κορδέλες.

Πάνω στις κορδέλες έραβαν 4 – 5 τάλιρα του βασιλιά Όθωνα ή του Γεωργίου. Στην περιφέρεια του κάθε τάλιρου άνοιγαν τρύπα, για να μπορούσε να ράβεται πάνω στην κορδέλα. Την κουλούρα την έβαζαν σε δίσκο, που κρατούσε η αδελφή του γαμπρού, ενώ τη λαμπάδα την κρατούσε το άλλο άτομο.

Η αρραβωνιασμένη που δεχόταν τα δώρα, έστελνε κι αυτή τη δική της κουλούρα στο γαμπρό, που την τοποθετούσε στον δίσκο των επισκεπτών της και τους φίλευε με κόκκινα αβγά.

Ας σημειωθεί ότι μέχρι τα τέλη του 19ου αι. οι αρραβωνιασμένοι δεν είχαν μεταξύ τους καμιάν επαφή ή έστω απλή συναναστροφή. Επομένως, αν συναντιούνταν στον δρόμο ή στην εκκλησία, δεν μιλούσαν ούτε στέκονταν ποτέ μαζί και προσπερνούσε ο ένας τον άλλον χωρίς ν’ ανταλλάξουν ούτε ματιά.

Στο «Χριστός Ανέστη»

Όταν στις 11 το βράδυ χτυπούσε η καμπάνα για την Ανάσταση, όλος ο κόσμος κοιμόταν και ξυπνούσε από τα χτυπήματα της καμπάνας. Ήσαν όλοι κουρασμένοι, γιατί από τα βαθιά χαράματα ήσαν στο πόδι, για να παρακολουθήσουν την πρώτη Ανάσταση και να κάνουν όλες τις προετοιμασίες.

Ήδη το απόγευμα είχαν ανάψει για δεύτερη φορά το φούρνο, για να ψήσουν το φαγητό, που θα έτρωγαν τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής του Πάσχα, αμέσως μετά την Ακολουθία της Ανάστασης. Για το φαγητό αυτό θα μιλήσουμε πιο κάτω.

Λίγα λεπτά μετά το χτύπημα της καμπάνας, όλοι είχαν ετοιμαστεί, φορώντας τα γιορτινά τους ρούχα και είχαν πάρει το δρόμο για την εκκλησία κρατώντας ο καθένας στο χέρι του το κερί του.

Στις 12 τα μεσάνυχτα, όπως και σήμερα, μετά το «Δεύτε, λάβετε φως», οι παπάδες, οι ψαλτάδες και ο κόσμος με αναμμένα κεριά έβγαιναν στο προαύλιο της εκκλησίας. Οι παπάδες και οι ψαλτάδες ανέβαιναν στην εξέδρα και σε λίγα λεπτά, μέσα σε κατανυκτική και συγκινητική ατμόσφαιρα και ανάμεσα σε χαρούμενες κωδωνοκρουσίες έψαλλαν, μαζί με τον κόσμο, το «Χριστός Ανέστη».

Βαρελότα και δυναμίτες!

Ταυτόχρονα με τις καμπάνες άρχιζαν να σκάνε γύρω - γύρω μερικά βαρελότα και άλλα πυροτεχνήματα, ενώ σε μάντρες που ήσαν γύρω από την εκκλησία γίνονταν ανατινάξεις(!) με δυναμίτες.

Η ποσότητα ωστόσο των βαρελότων δεν ήταν μεγάλη και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σημερινή κατάσταση, που πολλές φορές είναι απαράδεκτη με τα συχνά ατυχήματα που συμβαίνουν.

Δεν έφευγε κανείς

Μετά το «Χριστός Ανέστη» που λεγόταν στην εξέδρα, όλος ο κόσμος ξανάμπαινε στην εκκλησία, για να παρακολουθήσει μέχρι τέλους την αναστάσιμη ακολουθία. Ελάχιστοι ήσαν εκείνοι που έφευγαν.

Σήμερα, παρά τις παρακλήσεις των παπάδων, ο περισσότερος κόσμος φεύγει. Μετά το τέλος της λειτουργίας ο κόσμος έβγαινε από την εκκλησία και όλοι χαιρετιούνταν μεταξύ τους, οι συγγενείς φιλιούνταν μεταξύ τους και εύχονταν «Χριστός Ανέστη» και «Αληθώς Ανέστη». Τσούγκριζαν επίσης και κόκκινα αβγά που οι περισσότεροι είχαν μαζί τους.

Η αποχώρηση με τα φαναράκια από την εκκλησία

Μέχρι τις αρχές του 20ου αι. ιδιαίτερα θεαματική ήταν η αποχώρηση των πιστών από την εκκλησία, που κρατούσαν στα χέρια τους αναμμένα κεριά και φαναράκια, για να μη σβήνει το αναστάσιμο φως από τον αέρα.

Ένας χείμαρρος από φώτα ξεχυνόταν σ’ όλους τους δρόμους του χωριού, που μέχρι εκείνη την ώρα ήσαν βυθισμένοι στο σκοτάδι. Χαρούμενες συνομιλίες ακούγονταν από παντού.

Τα φαναράκια δεν τα είχαν ειδικά για την Ανάσταση, αλλά ήσαν σκεύη καθημερινής χρήσης, όταν τη νύχτα έπρεπε να επισκεφτούν το χαγιάτι ή τον αχυρώνα για να κάνουν κάποια δουλειά.

Ο «σοφράς» της Ανάστασης και τα φαγητά

Όταν ο κόσμος έφτανε στα σπίτια, δυο και πλέον ώρες μετά τα μεσάνυχτα, η πρώτη δουλειά τους ήταν να σχηματίσουν από ένα σταυρό με την καπνιά της φλόγας του κεριού στα υπέρθυρα (ανώφλια) της πόρτας του κάθε δωματίου.

Συνήθως δεν χρειαζόταν να σχηματίσουν πολλούς σταυρούς, αφού τα δωμάτια του σπιτιού περιορίζονταν σε ένα ή δύο, ένα για την οικογένεια και ένα για τον παππού και τη γιαγιά.

Η σπεσιαλιτέ του μεταμεσονύκτιου τραπεζιού με τη γεμιστή πατσά

Το κύριο πιάτο του αναστάσιμου τραπεζιού («σοφρά»), εκτός από τα αβγά, το τυρί και την κοσόνα ήταν η γεμιστή αρνίσια πατσά (η λέξη ήταν γένους θηλυκού: η πατσά και όχι ο πατσάς).

Ο τρόπος παρασκευής του φαγητού αυτού ήταν ο εξής: Έπλεναν και ζεμάταγαν καλά την πατσά του αρνιού ή του σφαχτού που είχαν σφάξει το πρωί και τη γέμιζαν, όχι όμως πολύ, με χλωρό ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι, μαϊντανό και άνηθο. Την αλάτιζαν και την έβαζαν σε ταψί με μπόλικο λάδι και λεμόνι και την έψηναν στο φούρνο που άναβαν το απόγευμα, πριν πάνε στην εκκλησία για την Ανάσταση. Το ταψί με το περιεχόμενό του το τοποθετούσαν πάνω στο σοφρά, χωρίς να έχει ο καθένας το δικό του πιάτο.

Το ίδιο εξάλλου γινόταν και με όλα τα φαγητά. Όλοι συμφωνούσαν ότι το φαγητό αυτό ήταν νοστιμότατο και προσωπικά, αν και δεν έχω δοκιμάσει, δεν έχω καμιά αμφιβολία.

Το πασχαλιάτικο αυτό φαγητό το μαγείρευαν περίπου μέχρι το 1920, οπότε τη θέση του άρχισε να παίρνει η μαγειρίτσα, που γίνεται από εντόσθια και έντερα αρνιού.

Η μαγειρίτσα φαίνεται ότι δε συμπεριλαμβανόταν στη μεσογείτικη παραδοσιακή μαγειρική. Στο μεταμεσονύκτιο αυτόν σοφρά μερικές φορές υπήρχε και η αρνίσια μπριζόλα και δεν έλειπε φυσικά και το κρασί.

Η δυσπεψία και το φαγητό των γιαγιάδων

Όλα τα πιο πάνω φαγώσιμα καταναλώνονταν σε μικρές ποσότητες, λόγω του προχωρημένου της ώρας, προς αποφυγή δυσπεψίας. Οι γιαγιάδες μάλιστα, αλλά και νεότερες γυναίκες, μετά από την αυστηρή νηστεία των 50 ημερών της Σαρακοστής (οι μέρες της νηστείας ήσαν 50 και όχι 40), απέφευγαν όλα αυτά τα εδέσματα, γιατί δεν τα δεχόταν έτσι απότομα ο οργανισμός τους.

Έτσι περιορίζονταν να φάνε λίγη σούπα από κοτόπουλο με φιδέ ή ρύζι, που είχαν μαγειρέψει από το απόγευμα

Σχόλια